Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την βλάβη του νωτιαίου μυελού στο επίπεδο της αυχενικής μοίρας, που προκαλείται κυρίως από τραυματισμό ή πιεστικά φαινόμενα και της συνοδού χαρακτηριστικής κλινικής εικόνας. Συχνά μπορεί να αποτελεί εξέλιξη στενώσεων λόγω εκφυλιστικής νόσου της αυχενικής μοίρας ή κήλης μεσοσπονδύλιου δίσκου. Η αυχενική μυελοπάθεια αν παραμείνει χωρίς θεραπεία ασκεί πίεση στον νωτιαίο μυελό με μόνιμες κινητικές και αισθητικές βλάβες.

 

Συμπτώματα

Αρχικά συμπτώματα συχνά αποτελούν οι αιμωδίες (μουδιάσματα) στα χέρια και τυπικά στις άκρες των δακτύλων. Στη συνέχεια μπορεί να παρατηρηθεί αδυναμία στους μύες της άκρας χείρας και ο ασθενής αδυνατεί να επιτελέσει λεπτές επιδέξιες κινήσεις, όπως το κούμπωμα ενός κουμπιού ή η χρήση μαχαιροπίρουνων. Όσο η πάθηση εξελίσσεται εμφανίζονται διαταραχές στον έλεγχο των κάτω άκρων και κατ’ επέκταση στην ισορροπία και στη βάδιση. Επιπλέον, οι διαταραχές της ούρησης και της αφόδευσης δεν είναι σπάνια συμπτώματα της αυχενικής μυελοπάθειας.

Διάγνωση

Για την επιβεβαίωση της νόσου συνίσταται η διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας στην αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης.

Αντιμετώπιση

Για τη θεραπεία της αυχενικής μυελοπάθειας οριστική αντιμετώπιση είναι νευροχειρουργική και οι συνήθεις τεχνικές είναι τόσο η πρόσθια αυχενική δισκεκτομή ή και η οπίσθια προσπέλαση (πεταλεκτομή) σε ορισμένες περιπτώσεις.  Με την αυχενική δισκεκτομή αφαιρείται ο μεσοσπονδύλιος δίσκος καθώς και τα οστεόφυτα του σπονδύλου που πιέζουν τον μυελό, ενώ γίνεται σε συνδυασμό με σπονδυλοδεσία. Η εγχείρηση γίνεται μικροχειρουργικά και μετά από νοσηλεία 1-2 ημερών ο ασθενής επανέρχεται σταδιακά στις καθημερινές του δραστηριότητες.